Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Κοπή Αγιοβασιλόπιτας Ιεράς Πατρ. & Σταυρ. Μονής Αγ.Γεωργίου Βασσών



 

Το απόγευμα της Κυριακής 9ης Ιανουαρίου 2011 αμέσως μετά τον Εσπερινό, που τελέσθηκε στο Καθολικό της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής  Αγίου Γεωργίου Βασσών, έγινε η τελετή της κοπής της αγιοβασιλόπιτας της Μονής από τον Ηγούμενο Αρχιμ. π.Καλλίνικο. Συμμετείχαν οι ιερείς: Αρχιμ. π.Μιλτιάδης Μίτσελ, Ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Καρπάθου και Κάσου και Εφημέριος Όθους, ο Πρωτ. π.Γρηγόριος Χατηζαντωνίου, επίτιμος Γεν. Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως, οι Ιερομόναχοι π.Αθανάσιος Γκότσης, Εφημέριος Μεσοχωρίου, π.Αλέξανδρος Τσάκωνας, Εφημέριος Βαλαντούς Απερίου  και π.Σπυρίδων Καράμαλης, Εφημέριος Αρκάσας και οι Πρεσβύτεροι π. Ιγνάτιος Τζαρίμας, Εφημέριος Αρκάσας και π.Μιχαήλ Οικονομίδης, Εφημέριος Ευαγγελιστρίας Πηγαδίων.

Μετά την κοπή η Μικτή Εκκλησιαστική Χορωδία και Ορχήστρα της Μητροπόλεως Καρπάθου απέδωσε ύμνους της εορτής των Θεοφανείων και παραδοσιακά κάλαντα, υπό τη διεύθυνση του Χοράρχη της κ.Αλεξάνδρου Μαναρουλά, ενώ ομάδα κυριών τραγούδησε τα ειδικά κάλαντα για τη Μονή, που έψαλε την παραμονή των Θεοφανείων στο Απέρι.

Στη συνέχεια ο Ηγούμενος Αρχιμ. π. Καλλίνικος, με ταυτόχρονη προβολή εικόνων, παρουσίασε ένα συνοπτικό απολογισμό της λειτουργίας και των έργων της Μονής για τη χρονιά που πέρασε και την οικονομική κατάστασή της, αλλά και ευχαρίστησε όλους όσοι συνεχίζουν να στηρίζουν και να κρατούν ζωντανή τη Μονή με την παρουσία τους, την εθελοντική τους εργασία, τους κόπους τους και τις προσφορές τους.

Μετά αναφέρθηκε στο πώς θα αναβιώσει και θα επανδρωθεί η Μονή. Διάβασε ένα κείμενο για ένα Μοναστήρι στο Βορρά που παρόλη την έντονη πνευματική ζωή που είχε, κάποτε έπεσε σε αδράνεια. Οι λιγοστοί μοναχοί που απέμειναν κατέφυγαν σ΄ένα διακριτικό ενάρετο Γέροντα για να τους υποδείξει τρόπους για την αναβίωση του Μοναστηριού. Εκείνος τους διαβεβαίωσε ότι εκείνος που θα ανόρθωνε και πάλι το Μοναστήρι τους βρισκόταν ήδη ανάμεσά τους. Αρκεί να παρέβλεπαν τα άσχημα και να μιμούνταν τις κρυμμένες αρετές του.

Άρχισαν τότε οι Μοναχοί να αναζητούν τον «εκλεκτό». Κατέφυγαν στην προσευχή, τελούσαν με ευλάβεια τις ακολουθίες, έγιναν πιο ευγενείς, παρέβλεπαν τα σφάλματα και τις αδυναμίες των αδελφών και προσπαθούσαν να ανακαλύψουν και να μιμηθούν τις αρετές του ἀγνωστου «εκλεκτού». Έτσι γίνονταν καλύτεροι όλοι, το Μοναστήρι άρχισε ήδη να ξανανθίζει, ώσπου λίγο πριν κοιμηθεί ο Ηγούμενος τους ανακοινώνει τη διαπίστωσή του ότι εκείνος ο ξεχωριστός που ζούσε ανάμεσά τους ήταν όλοι  οι Μοναχοί, που όμως χάρη στη συμβουλή του Γέροντα άλλαξαν διαγωγή και συμπεριφορά! Κι αυτό πράγματι αναβίωσε και πάλι το Μοναστήρι!

Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου κ.Γεώργιος Νισύριος, οι Αντιδήμαρχοι κ.Μαρία Χριστοδούλου, κ.Γιάννης Χαροκόπος, οι Δημοτικοί Σύμβουλοι κ.Γιάννης Παραγιός, κ.Εμμανουήλ Σπανομανωλής, κ.Ηλίας Λάμπρος, κ.Μιχαήλ Τσαμπουνιεράκης, ο Πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας Όθους κ.Κωστής Μαντινάος, ο Προϊστάμενος  του Τμήματος Πολεοδομίας - Χωροταξίας & Περιβάλλοντος του Επαρχείου κ.Γιάννης Λάμπρος, Πολιτικός Μηχανικός, ο Διευθυντής του Γυμνασίου Καρπάθου κ. Μανώλης Χατζηκωστής, Θεολόγος και αρκετοί ευσεβείς προσκυνητές και φίλοι της Μονής.

Αρχιμ. Καλλίνικος

Πώς    αναβίωσε    το Μοναστήρι
μια παλιά Ιστορία

Υπήρχε στον βορρά ένα φημισμένο μοναστήρι, με πολλούς μοναχούς, ωραία κτιριακά συγκροτήματα και μεγάλη περιουσία. Το μοναστήρι προσείλκυε καθημερινά πλήθος προσκυνητών και πολλοί νέοι άνθρωποι, εντυπωσιασμένοι από τη μεγαλοπρέπεια των ακολουθιών και την τάξη του μοναστηριού, ζητούσαν να προστεθούν στη συνοδεία. Όμως, θέλεις λόγω των πολλών περισπασμών με τα περιουσιακά, θέλεις λόγω της τακτικής επικοινωνίας με τους κοσμικούς, θέλεις για άλλους λόγους πού δεν τους γνωρίζουμε, η πνευματική ζωή στο μοναστήρι κάποτε υποβαθμίστηκε και όταν υποβαθμιστεί η πνευματική ζωή όλα τα άλλα καταρρέουν εύκολα.


1.                 Πολλοί νέοι μοναχοί αποχώρησαν, αναζητώντας τη γνήσια πνευματική ζωή αλλού, ενώ άλλοι, σκανδαλισμένοι, επέστρεψαν (αλίμονο!) στον κόσμο. Λίγοι απόμειναν, και από αυτούς οι γεροντότεροι αναχώρησαν για τις αιώνιες μονές και οι νεότεροι σιγά-σιγά γέρασαν. Μαζί τους γέρασαν και οι κτιριακές εγκαταστάσεις, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Με τα χρόνια η κοινή τράπεζα καταργήθηκε, οι νηστείες έγιναν πιο ελαφριές, οι ακολουθίες πιο σύντομες. Το χειρότερο δε απ’ όλα ήταν ότι, ή αλληλοεκτίμηση και η αγάπη των μοναχών μειώθηκαν, οι προστριβές έγιναν τακτικές και το «ευλογείτε» και το «να 'ναι ευλογημένο» σπάνια πλέον ακούγονταν.
2.                 Όμως οι μοναχοί πονούσαν κατά βάθος για το κατάντημά τους. Γι' αυτό καθημερινό αίτημα στην προσευχή τους ήταν ή αναβίωση τον μοναστηριού. Αλλά πώς να γίνει αυτό; Εμφανίστηκαν κάνα-δυο φορές δόκιμοι μοναχοί, αλλά ήταν παιδιά και δεν μπόρεσαν να στεριώσουν. Βλέποντας την κατάσταση απογοητεύτηκαν και έφυγαν. Πώς να σταθεί μπάλωμα καινούριο σε ρούχο παλιό; Παρ’ όλα αυτά οι μοναχοί ήλπιζαν σε ένα θαύμα. Ο αγαθός θεός, δεν μπορεί, θα σπλαχνιζόταν το μοναστήρι, από το οποίο τόσες φλογερές προσευχές είχαν αναπεμφθεί στο παρελθόν, και θα 'στελνε κάποιον εκλεκτό του να τους βγάλει από το αδιέξοδο.
3.                 Ζούσε εκείνο τον καιρό ένας ενάρετος Γέροντας ασκητής φημισμένος για τις διακριτικές συμβουλές του. Σ' αυτόν κατέφυγαν οι μοναχοί για βοήθεια. Πήγαν με τον ηγούμενο επικεφαλής. Ήταν ή πρώτη φορά, πού έκαναν κάτι όλοι μαζί και με τόση λαχτάρα. Και ήταν ωραίο θέαμα να βλέπεις τους γέροντες μοναχούς να βαδίζουν ο ένας πίσω από τον άλλο, με λευκασμένα τα μαλλιά, με σκυφτό το κεφάλι, με προβληματισμένα πρόσωπα, άλλα και με διάχυτη τη χάρη τού αγγελικού σχήματος επάνω τους, έστω και αν αυτή σκιαζόταν από τις ατέλειες τους.
4.                 Ό Γέροντας ασκητής τους δέχτηκε με τιμή και ανυπόκριτη χαρά, σαν να τους περίμενε από καιρό. Συζήτησε διάφορα μαζί τους μ ' εκείνη την ιδιαίτερη χάρη πού διώχνει την απόγνωση και φέρνει την ελπίδα στην ψυχή. Μετά το πρόσωπο τον έγινε κάπως πιο σοβαρό και είπε τα εξής: «Ο αγαθός Θεός άκουσε τις προσευχές σας και θα σας δώσει αυτό πού ζητάτε. Μόνο προσέξτε να εκμεταλλευτείτε την ευκαιρία, πού σας στέλνει!» Όλων τα πρόσωπα φωτίστηκαν ακούγοντας αυτά τα λόγια και μ’ένα στόμα διαβεβαίωσαν, ότι δε θα έχαναν την ευκαιρία, που θα τους έδινε ο Θεός. «Αδελφοί», συνέχισε ο γερο-ασκητής, «δε χρειάζεστε κάποιον άγιο, αυτός που θα ανορθώσει το μοναστήρι, είναι ήδη ανάμεσα σας! Προσέξτε να μην τον στενοχωρείτε. Προσευχηθείτε στον Θεό να σας φωτίζει να παραβλέπετε το άσχημο και να αντιγράφετε τις κρυμμένες του αρετές και το μοναστήρι θα πάει μπρο­στά».
Οι καλόγεροι κοιτάχτηκαν με απορία. Τους φάνηκε παράδοξος ο λόγος. Τόσα χρόνια δεν είχαν αντιληφθεί κάποιον ξεχωριστό ανάμεσα τους. Μήπως έκανε λάθος ο Γέροντας; Τώρα όμως είχε σκύψει το κεφάλι και δεν φαινόταν διατεθειμένος να πει περισσότερα. Σηκώθηκαν, πήραν την ευχή του και αναχώρησαν πιο προβληματισμένοι απ ό,τι όταν ήλθαν. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα στο δρόμο. Μόνο ο γερό-Ιωακείμ ο απλοϊκός επαναλάμβανε κάθε τόσο: «αυτός που θα ανορθώσει το μοναστήρι είναι ανάμεσά σας...».
Εκείνο το βράδυ οι μοναχοί δεν μπόρεσαν να κλείσουν μάτι. Το μυαλό τους είχε κολλήσει στα λόγια του Γέροντα. «Λες να 'ναι αλήθεια;» Σκεφτόντουσαν. «Μήπως κάποιος από μας είναι όπως οι παλιοί σαλοί και κρύβει την αρετή του τόσα χρόνια;...». Έτσι αυθόρμητα κατέφυγαν μες στη σιωπή της νύχτας σε θερμή προσευχή. Είχαν χρόνια να προσευχηθούν τόσο θερμά. Ζητούσαν με δάκρυα συγνώμη από τον Θεό, που είχαν κλειστεί στον εαυτό τους και δεν είχαν προσέξει ότι υπήρχε ένας εκλεχτός ανάμεσα τους. Μόνο τα ελαττώματα των άλλων πρόσεχαν μέχρι τώρα. Τον παρακαλούσαν να τους φωτίσει, να διακρίνουν και να μιμηθούν τις αρετές του εκλεκτού. Με το χτύπημα του σήμαντρου, πετάχτηκαν όλοι και έτρεξαν ανυπόμονα στην εκκλησία. Έκαναν βαθιά μετάνοια στον ηγούμενο και προσκύνησαν με σεβασμό ο  ένας τον άλλο. Παρακολούθησαν με πολλή ευλάβεια την ακολουθία, μόνο κάπου κάπου κοιτούσαν με την άκρη του ματιού τους τους άλλους, αναζητώντας κάτι ξεχωριστό, κάτι πού θα πρόδιδε τον εκλεκτό. Όταν τέλειωσε ή ακολουθία, ο Ηγούμενος έκανε διστακτικά μία πρόταση πού είχε να την κάνει χρόνια. «Αδελφοί μου, θέλετε να έχουμε κοινή τράπεζα σήμερα;». Παραδόξως, όλοι δέχτηκαν με πολλή προθυμία, ακόμη και ο γέρο-Ελισαίος, «ο δύστροπος»... Ήθελαν να βρεθούν ο ένας κοντά στον άλλο, να ανακαλύψουν τον κρυμμένο εκλεκτό.
Η ζωή στο μοναστήρι άλλαξε σιγά-σιγά, χωρίς να το συνειδητοποιήσουν οι μοναχοί. Πρώτα-πρώτα, όλοι έγιναν πιο ευγενείς, προσέχοντας μη τυχόν και στενοχωρήσουν τον άγνωστο εκλεκτό. Έπειτα, όλοι τώρα προσπαθούσαν να βρουν τις κρυμμένες αρετές των άλλων. "Αν διαπίστωναν κάποια αδυναμία την παρέβλεπαν. Ό Γέροντας τους είχε δώσει εντολή να ανακαλύψουν τις αρετές του εκλεκτού και να τις μιμηθούν, όχι τις αδυναμίες! Στο κάτω-κάτω, και οι άγιοι είχαν ελαττώματα... Έπειτα, έλεγαν, μπορεί ο εκλεκτός να προβάλλει τις αδυναμίες τον για να κρύψει τις αρετές του! Γινόντουσαν όμως έτσι και οι ίδιοι καλύτεροι και αυτό έκανε την εύρεση του «εκλεκτού» πιο δύσκολη.
Πέρασαν χρόνια από εκείνη την επίσκεψη. 'Ήρθαν και νέοι υποψήφιοι μοναχοί οι οποίοι βλέποντας την ευγένεια και αγάπη των παλαιοτέρων αποφάσισαν να μείνουν. Το μοναστήρι άρχισε να ξανανθίζει και ο αγαθός Θεός, βλέποντας ότι οι παλιοί είχαν εκπληρώσει τον προορισμό τους, άρχισε να τους καλεί κοντά του. Πρώτος έφυγε ο ηγούμενος, ο οποίος προβλέποντας το τέλος του, κάλεσε τους παλαιούς μοναχούς να τους ανακοινώσει κάτι σημαντικό: «Αδελφοί μου», τους είπε με ασθενική φωνή, «παρακολουθούσα αυτά τα χρόνια τη διαγωγή όλων και έβλεπα με θαυμασμό μία ριζική αλλαγή και το μοναστήρι να αναβιώνει σιγά σιγά, χωρίς να μπορώ να καταλάβω το πώς. Έφθασε τώρα το τέλος μου και νομίζω ότι ανακάλυψα, ποιον εννοούσε ο Γέροντας, όταν είπε ότι «αυτός πού θα ανορθώσει το μοναστήρι είναι ανάμεσά σας...». Όλοι έσκυψαν με αγωνία να ακούσουν την αποκάλυψη. «Όλους εμάς (!)», είπε αδύναμα ό γέροντας Ηγούμενος και έκλεισε τα μάτια.
Οι μοναχοί κοιτάχτηκαν με έκπληξη και απορία... Ξαφνικά άνοιξαν τα μάτια τους και άρχισαν να καταλαβαίνουν...
Πριν επισκεφθούν τον Γέροντα πρόσεχαν στους άλλους τις ανθρώπινες αδυναμίες, τα σημάδια της πτώσεως... Αναζητώντας τον εκλεκτό, άρχισαν να αναζητούν στους άλλους αρετές, τα σημάδια τής παρουσίας του Θεού, την κρυμμένη εικόνα τού θεού («είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου»!) και αυτό τους έσωσε! Αυτό έσωσε και το μοναστήρι!...

Έτσι αναβίωσε το μοναστήρι στο βορρά!      





«Ἡ δρᾶσις μας», τεύχος 477, ΜΑΡΤΙΟΣ 2001